…Την ίδια ακριβώς εποχή έκαμα και μια άλλη άνακάλυψη:Ο πατέρας μου πού τόσο αγαπούσα, ο σεβαστός μου πατέρας, ήταν αφάνταστα φτωχός. Ηταν τόσο φτωχός όσο και οί αλεπούδες, οί λύκοι και οί σκίουροι, πού δεν έχουν τίποτε άλλο από το κορμί τους και μια φωλιά, χωρίς καΐ κεί να μπορούν να γλυτώσουν απ’ το κυνηγητό.
Είχα πέντε ακόμη αδελφούς και αδελφές. Είμαστε εξι παιδιά όλα μαζί. Μα ποτέ δεν υπήρξαν σπίτι μας έξι ζευγάρια παπούτσια, ούτε έξι πανωφόρια ούτε έξι καπέλλα. Χρησιμοποιούσαμε και οί έξι ένα παλτό, Ένα ή δύο ζευγάρια παπούτσια, ένα ή δύο καπέλλα.
Έμείς, τα παιδιά, ποτέ δεν μπορούσαμε να βγούμε όλα μαζί έξω από τον ίερό χώρο της εκκλησίας ή του πρεσβυτερίου, διότι ποτέ δεν είχαμε ρούχα και για τους έξι. Εξω άπό το σπίτι βγαίναμε με τη σειρά. Ποτέ συγχρόνως. Εξ αιτίας της αθλιότητας αυτής έρχονταν στο πρεσβυτέριο στιγμές τρομερού πόνου. Στιγμές φοβερής οδύνης. Νοιώθαμε την αθλιότητα μέχρι τα βάθη του είναι μας, μέχρι τα κόκκαλα και πιο βαθειά ακόμη, μέχρι τον μυελό των οστών.
Άλλα, σ’ αυτές τις τρομερές στιγμές της πείνας, του κρύου και της οδύνης, ήταν αρκετό για μας, τα τόσο δυστυχισμένα παιδιά, να διασχίσωμε την δενδροστοιχία του κοιμητηρίου και να μπούμε μέσα στην αγία Εκκλησία, στον ουρανό, πού ήταν κτισμένος στη γη, για να θυμηθοϋμε πώς ήμαστε παιδιά του Θεού και πώς ανήκαμε στο θεϊκό γένος άφοϋ ήμασταν χριστιανοί και πώς οι αθλιότητες της γης δεν έχουν καμμιά, καμμιά σημασία. Ακόμη και αν κανείς πεθάνη από την πείνα, είναι αθάνατος …
Και για να μη μας καταθλίβη, εμάς τα παιδιά, ή στέρησις, ή άθλιότης καί ή πείνα και για να μη έχωμε ένα αίσθημα κατωτερότητας μπροστά στα αλλά παιδιά, τα όποια μπορούσαν να τρώνε και τα οποία είχαν καπέλλα καί παπούτσια καί πανωφόρια καί για να παραμένωμε τέλος πονετικοί, καλοί καί επιεικείς και γαλήνιοι στον τρομερό πόνο μας καί στην τρομακτική φτώχεια μας, ή μαμά πρεσβυτέρα — ή ποιήτρια —μας διάβαζε κάθε μέρα την Ιστορία του Ίώβ.
‘Ηταν ένα φάρμακο εξαιρετικά αποτελεσματικό, πρόχειρο για όλες τις αθλιότητες καί για όλες τις δοκιμασίες. Για όλους τους πόνους μας ή μαμά πρεσβυτέρα μας διάβαζε τις δοκιμασίες του Ίώβ. Δυο φορές την μέρα. Τρεις φορές την μέρα. Πέντε φορές την ήμερα. Κάθε μέρα. Καί έτσι ό Ίώβ υπέφερε μαζί μας. Καί μείς μαζί του. Καί κάναμε σύγκριση ανάμεσα στις δοκιμασίες μας καί τις δοκιμασίες του αγίου εκείνου ανθρώπου. Γνωρίζαμε τον Ιώβ καλύτερα άπο κάθε άλλο πλάσμα πού υπάρχει στη γη καί τον ουρανό. Ό Ιώβ κατοικοΰσε μαζί μας στο πρεσβυτέριο παντοτεινά. Συμμετείχε στην οικογένεια μας.. Τον είχαμε περιμαζέψει και διημέρευε μαζη μας. Διότι ο “Ιώβ έμοιαζε με μας. Είμαστε συγγενείς του.Είχε το ίδιο αίμα με μας, το αίμα εκείνων πού δοκιμάζονται άπ’ όλους τους πόνους της γης. Εξ αιτίας αυτής της συνοικήσεως .με τον Ιώβ, ακόμη και σήμερα, όταν ακούω το όνομα του ή όταν το βλέπω γραμμένο κάπου, χαίρομαι, σαν ν’ ακούω το όνομα των αδελφών μου ή το όνομα του άδελφού μου ή ενος πολύ στενού συγγενούς πού κατάγεται απ” το χωριό μας…