ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΝ ΠΙΣΤΕΩΣ
(Κυρ. τῆς Ἀπόκρεω)
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
[Ματθ. κε´ 31-46.]
ΑΓΑΠΗ ΝΑΙ· ΑΛΛΑ ΠΟΙΑ ΑΓΑΠΗ;
Ἁπὸ τὸ βιβλίο τοῦ πρωτ. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ
«ΕΚ ΦΩΤΟΣ»
Κηρυγματικὲς σκέψεις στὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα
Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
Β´ ἔκδ., Θεσσαλονίκη 2009,
σελ. 286-291
«Ἑφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε´ 40).
. 1. Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἔρχεται νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει μία μεγάλη ἀλήθεια. Τὴν περασμένη Κυριακὴ μίλησε τὸἱερὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ- Πατέρα, ποὺ περιμένει τὸ πλάσμα του νὰ ἐπιστρέψει. Αὐτὸ ὅμως δὲν πρέπει νὰ μᾶς κάμει νὰ ξεχάσουμε καὶ τὴν δικαιοσύνη Του. Ο Θεὸς δὲν εἶναι μονάχα στοργικὸς Πατέρας. Εἶναι καὶ δίκαιος Κριτής. «Οὔτε ὁ ἔλεος αὐτοῦ ἄκριτος, οὔτε ἡ κρίσις ἀνελεήμων», λέγει ὁ Μ. Βασίλειος. Θὰ κρίνει τὸν Κόσμο, μᾶς λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ μάλιστα ὄχι αὐθαίρετα, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα μας. Μᾶς φέρνει, λοιπόν, ἡ σημερινὴ περικοπὴ ἐνώπιον τοῦ γεγονότος τῆς κρίσεως. Καὶλέμε «γεγονότος», γιατὶ ἡ παγκόσμια κρίση ἀποτελεῖ γιὰ τὴν πίστη μας ἐσχατολογικὴ βεβαιότητα καὶ πραγματικότητα, ποὺὁμολογεῖται σ αὐτὸ τὸ Σύμβολό μας ὡς ἐκκλησιαστικὴ πίστη: «Καὶ πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς…».
. Καλούμεθα, λοιπόν, σήμερα νὰ συνειδητοποιήσουμε τρία πράγματα. Πρῶτον, ὅτι Κριτής μας θὰ εἶναι ὁ Ι. Χριστός, ὡς Θεός. Σωτὴρ ὁ Χριστὸς ἀλλὰ καὶ Κριτής. Ἂν τὴν πρώτη φορὰ ἦλθε ταπεινὸς στὴν γῆ, «ἵνα σώςῃ τὸν κόσμον», τώρα θὰ ἔλθει «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ», ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον. Αὐτὸς ποὺ ἔγινε γιὰ μᾶς «κατάρα» πάνω στὸν Σταυρό, ἔχει κάθε δικαίωμα νὰ μᾶς κρίνει, ἂνἀφήσαμε νὰ μείνει μέσα μας καὶ στὴν κοινωνία μας ἀνενέργητη ἡ θυσία Του. Δεύτερον θὰ κρίνει ὄχι μόνο τοὺς Χριστιανούς, οὔτε μόνο τοὺς ἐθνικούς, ὅπως πίστευαν οἱ Ἑβραῖοι γιὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Θὰ κρίνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, χριστιανοὺς καὶ μή, πιστοὺς καὶ ἀπίστους. Τρίτον βάση τῆς κρίσεως, τὸ κριτήριο, θὰ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ στάση μας δηλαδὴ ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους μας. Καθολικὴ – παγκόσμια ἡ κρίση, καθολικὸ – παγκόσμιο καὶ τὸ κριτήριο. Ὁ παγκόσμιος νόμος τῆς ἀνθρωπιᾶς, στὸν ὅποιο συναντῶνται ὅλοι, χριστιανοὶ καὶ μή. Καὶ ὅσοι ἐγνώρισαν τὸν Χριστὸ καὶ ὅσοι δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ γι᾽αὐτὸ ἔμειναν μακριὰ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιό Του. Στὸν νόμο αὐτό, δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ προφάσεις καὶ δικαιολογίες. Ἡ πείνα, ἡ δίψα,ἡ γύμνια, ἡ ἀρρώστια, ἡ φυλακὴ βοοῦν, δὲν μποροῦν νὰ μείνουν κρυφά, γιὰ νὰ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἰσχυρισθεῖ κάποιος πὼς δὲν τὰπρόσεξε… Δὲν μπορεῖ νὰ τ᾽ ἀγνοήσει κανείς, χωρὶς προηγουμένως νὰ παύσει νὰ ἔχει συναισθήματα ἀνθρώπου, ἂν δὲν ἔχει τελείως «ἀχρειώσει», ἐξαθλιώσει, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του.
. 2. Τὸ συγκλονιστικὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν φρικτότητα τῆς ὥρας τῆς Κρίσεως ζωγραφίζουν μὲ ὑπέροχα χρώματα οἱ ὕμνοι τῆςἡμέρας. «Ὤ, ποία ὥρα τότε! ὅταν… τίθωνται θρόνοι καὶ βίβλοι ἀνοίγωνται, καὶ πράξεις ἐλέγχωνται καὶ τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους δημοσιεύονται»! Εἶναι φρικτὴ καὶ ἡ ἁπλὴ σκέψη τῆς ὥρας τῆς κρίσεως, γιατί ὄχι μόνο ὑπενθυμίζει τὴν ἀνετοιμότητά μας νὰἐμφανισθοῦμε μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποκαλύπτει τὴν τραγικότητα τῆς ζωῆς μας, τὴν ὁποία δαπανᾶμε μέσα σὲ ἔργα ματαιότητος, ποὺ δὲν ἀντέχουν στὸ φῶς τῆς αἰωνιότητος. Δὲν δικαιούμεθα ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ μας γιὰὅσα ὁ κόσμος θεωρεῖ μεγάλα καὶ σπουδαῖα: γνώσεις, θέσεις, τίτλους, ἀξιώματα, πλοῦτο, δόξα. Αὐτὰ ὅλα εἶναι δυνατὸν μάλιστα νὰὁδηγήσουν στὴν καταδίκη μας. Κρινόμεθα βάσει τῆς ἔμπρακτης ἐφαρμογῆς τῆς ἀγάπης μας. Ὄχι ὡς ἄτομα δηλαδή, ἀλλὰ ὡς μέλη τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασε ἄτομα, αὐτόνομα καὶ ἀνεξάρτητα. Μᾶς ἔπλασε, γιὰ νὰ γίνουμε πρόσωπα καὶκοινωνία προσώπων. Και οἱ μεγαλύτερες ἀρετές, ἂν μείνουν ἁπλῶς ἀτομικές, εἶναι μετοχὲς χωρὶς ἀντίκρυσμα ἐνώπιον τοῦΜεγάλου Κριτοῦ. Γιατί δὲν βρῆκαν τὴν πραγμάτωσή τους μέσα στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία. Δὲν καταξιώθηκαν σὲ διακονίες. Ἔτσι λ.χ. ἡ γνώση εἶναι θεία εὐλογία, ὅταν ὅμως θηρεύεται γιὰ χάρη τοῦ συνανθρώπου, γιὰ τὴν διακονία τοῦ πλησίον. Τὸ ἴδιο καὶ ἡἐγκράτεια καὶ ἡ εὐλάβεια, καὶ ἡ νηστεία καὶ σύνολη ἡ ἄσκησή μας. Ἂν ὅλα αὐτὰ γίνονται γιὰ μία ἀτομικὴ δικαίωση καὶ ὄχι ὡς διακονία τῶν ἀδελφῶν, τῶν πλησίον, μᾶς ἐλέγχει ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ματθ. θ΄ 13)! Ἀγάπη θέλω καὶὄχι τὴν θρησκευτικότητα, ποὺ ἀποβλέπει στὴν αὐτοέξαρση καὶ τὴν αὐτοπροβολή, ποὺ βλέπει τὸν τύπο ὡς πεμπτουσία τῆς εὐσέβειας.
. 3. Ὁ κόσμος ἔχει μάθει νὰ ἐξαγοράζει τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὶς συνειδήσεις. Στὸ χῶρο ὅμως τῆς πίστεως δὲν ἰσχύει ὁνόμος αὐτός. Ἡ ἀτομικὴ εὐσέβεια δὲν μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει θέση στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν γίνει πρῶτα ἐκκλησιαστική, ἂν δὲν συνοδεύεται δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Ὁ στίβος τοῦ χριστιανοῦ εἶναι καὶ ἡ κοινωνία καὶ ὄχι μόνο τὸ «ταμιεῖον». Εἰς τὸταμιεῖόν του καταφεύγει ὁ Χριστιανὸς γιὰ τὸν πνευματικό του ἀνεφοδιασμό. Ποτὲ ὅμως δὲν ἐξαντλεῖται ἡ πολιτεία του στὸν στενὸχῶρο τῆς ἀτομικότητάς του. Ἂν ἡ πνευματικότητά μας εἶναι ὀρθή, θὰ ὁδηγεῖ σὲ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Ἂς τὸ ἀκούσουμε μιὰ γιὰ πάντα: Τὸ ἐπιχείρημα τῶν γλυκανάλατων χριστιανῶν τῆς ἀνευθυνότητος καὶ τοῦ «λάθε βιώσας» δὲν ἔχει καμμιὰ δύναμη: «Κύτταξε τὴν ψυχή σου» δὲν σημαίνει τίποτε περισσότερο ἀπὸ δειλία καὶ ὑποχώρηση, ἂν δὲν συνοδεύεται καὶ ἀπὸ τὸ μοτίβο: «Πάλευσε γιὰ νὰφτιάξεις τὴν χριστιανική σου κοινωνία». Διαφορετικὰ εἴμαστε κατὰ λάθος ἀνάμεσα σὲ χριστιανούς. Ἡ θέση μας εἶναι κάπου στὴνἌπω Ἀνατολή, στὴ νέκρωση τοῦ νιρβάνα.
. 4. Αἰσθάνομαι ὅμως τὴν ἀνάγκη νὰ προλάβω στὸ σημεῖο αὐτὸ μιὰ ἀπορία. Ἂν κρινόμασθε βάσει τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης μας, τότε ποῦ πηγαίνει ἡ πίστη; Ποιά σημασία ἔχει ὁ ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τῆς καθαρότητος τοῦ δόγματος ἀγώνας; Ἂν δὲν ἔχει διαστάσεις αἰώνιες, τότε γιατί νὰ γίνεται;
. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς κρίσεως ἡ πίστη, καὶ ὡς ἀφοσίωση καὶ ὡς διδασκαλία, δὲν ἀποκλείεται, ὅπως πιστεύουν ἐν πρώτοις πολλοί. Προϋποτίθεται. Κριτής μας εἶναι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Μας σώζει ἢ μᾶς κατακρίνει ἡ συμπεριφορὰ καὶ στάση μας ἀπέναντί Του. Γιατί, μᾶς διευκρινίζει, ὅτι στὸ πρόσωπό Του ἀναφέρεται κάθε πράξη μας πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας, καλὴ ἢ κακή. Ἠθικάἀδιάφορες πράξεις δὲν ὑπάρχουν. Ἂν τονίζει σὰν κριτήριο τὴν ἀγάπη, δὲν σημαίνει πὼς θέλει ν᾽ ἀποκλείσει τὴν πίστη. Θέλει νὰπρολάβει ἀκριβῶς τὴν καταδίκη της πίστεως ἐκ μέρους μας σ᾽ ἕνα σύνολο θεωρητικῶν ἀληθειῶν χωρὶς ἀνταπόκριση καὶἐφαρμογὴ στὴν ζωή μας. Ὅπως ὁ κεκηρυγμένος ἄθεος καὶ ὁ συνειδητὸς ἀρνητὴς τῆς πίστεως μεταφράζει τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία του σὲ ἀντίθεα ἔργα, ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς πρέπει νὰ κάμει τὴν πίστη του κινητήρια δύναμη τῆς ζωῆς του. Γιατὶ «ἡ πίστις χωρὶς τῶνἔργων» (Ἰακ. β΄ 20) τῆς ἀγάπης εἶναι νεκρά. Δὲν ἀποκλείει, λοιπόν, τὴν πίστη, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ προϋπόθεση τοῦ ὀρθοῦ βίου καὶτῆς σωτηρίας. Ἀλλὰ καὶ κάτι περισσότερο. Ὄχι μόνο «ὁ μὴ πιστεύσας» (εἰς τὸν Χριστὸ) δὲν σώζεται, ἀλλὰ καὶ ὁ μὴ ὀρθῶς πιστεύσας. Ο Θεὸς δὲν εἶναι μόνο ἀγάπη, εἶναι καὶ ἀλήθεια (Ἰωάν. ιδ´ 6· Α´ Ἰωάν. δ´ 8· δ´ 16· ε´ 6) καὶ μάλιστα Αὐτοαλήθεια.Ὅποιος προδίδει τὴν ἀλήθεια προδίδει καὶ τὴν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ «συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 6) συζεῖδηλαδὴ καὶ συνευδοκιμεῖ μὲ τὴν ἀλήθεια, δὲν ὑπάρχει χωρὶς αὐτήν. Νὰ λοιπὸν πῶς καταξιώνεται ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦδόγματος. Γιατί εἶναι ἀγώνας γιὰ τὴν ἀγάπη, εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιαστικὴ διακονία. Εἶναι ἀγώνας πρώτιστα κοινωνικός, γιατί γίνεται χάριν τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μείνει ἀνεπηρέαστος ἀπὸ τὴν πλάνη, ποὺ εἶναι πραγματικὴ αὐτοκτονία.
Ἀδελφοί μου!
. Ὅταν ὁ Χριστός μας ἀνέφερε τὴν παραβολὴ τῆς Κρίσεως, οἱ λόγοι του μποροῦσαν νὰ νοηθοῦν ὄχι μόνο σὲ συνάρτηση πρὸς τοὺς συγχρόνους του, ἀλλὰ καὶ πρὸς ὅσους ἔζησαν πρὶν ἀπ᾽ Αὐτόν. Ὅσοι δὲν γνώρισαν τὸν Χριστό, μποροῦν νὰ ἔχουν λόγους νὰκριθοῦν μόνον γιὰ τὴν ἀγάπη τους, μολονότι ἀγάπη χωρὶς πίστη στὸν Θεὸ δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ ὑπάρχει. Ὅποιος εἰλικρινὰἀσκεῖ τὴν ἀγάπη «δέχεται» τὸν Θεό, ἔστω καὶ ἂν τὸν ἀγνοεῖ. Ὁ ἄπιστος δὲν δύναται νὰ ἔχει παρὰ μόνο φαινομενικὰ ἀγάπη. Καὶμόνο ἐκεῖ, ποὺ ὑπάρχει βάπτισμα καὶ «ἅγιο Πνεῦμα», εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξει «τελεία ἀγάπη», ἀγάπη χριστιανική.
. Τὸ ζήτημα ὅμως πρέπει, νομίζω, νὰ τεθεῖ κατ᾽ ἄλλο τρόπο. Ὅταν ἐμεῖς σήμερα ἀκοῦμε τὴν παραβολή, δύο χιλιάδες χρόνια μετὰ τὴν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ χωρίσουμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας τὴν (ὀρθὴ) πίστη; ΤὸΕὐαγγέλιο λέγει καθαρά: «ὁ… μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. γ´ 18). Μετά τὴν ἔνσαρκη δηλαδὴ οἰκονομία ἡ κρίση εἶναι συνέπεια τῆς στάσης κάθε ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Χριστοῦ. Κριτήριο μένειἡ ἀγάπη. Ἀγάπη ὅμως ποὺπροϋποθέτει τὴν εἰς Χριστὸν πίστη. Γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή. Αὐτὴ μονάχα δικαιώνει καὶ σώζει…
Γ. Μεταλληνός: Οικονομική κρίση
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Με ένα πιάτο φακές, με δυο ελιές
Με ένα πιάτο φακές, με δύο ελιές
Γράφει ο Νίκος Ξυδάκης
Ποιος θα φανταζόταν πριν από δυο-τρία χρόνια ότι ένα καλοστρωμένο τραπέζι,
προορισμένο να ευφράνει και να ενώσει ανθρώπους, στα μάτια του σημερινού
Έλληνα θα μπορούσε να προκαλέσει δεύτερες σκέψεις, να προκαλέσει ένα
κόμπιασμα,αισθήματα ενοχής. Ναι. ακόμη και ενοχή. Διότι σκέφτεσαι: αυτό που
έχω εγώ μπροστά μου για να το απολαύσω με οικείους και φίλους, άλλοι
συνάνθρωποι δεν το διαθέτουν, το στερούνται, δεν μπορούν καν να το διανοηθούν.
Αυτή είναι η πραγματικότητα, όσο κι αν την αποφεύγουμε: υπάρχουν συνάνθρωποι
πολλοί γύρω μας, νοικοκύρηδες έως πρόσφατα, που δεν τους έλειπαν τα χρειώδη και
το κατιτίς παραπάνω, που τώρα στερούνται των αναγκαίων και υποφέρουν σιωπηλά.
Υποφέρουν όχι μόνο εξαιτίας της υλικής ένδειας, αλλά και λόγω της τρωθείσας
αξιοπρέπειας τους: διότι η φτώχεια ταυτίζεται λανθασμένα με την αναξιότητα και την
αναξιοπρέπεια.
Το αναποδογύρισμα του καιρού, των συνηθειών και των αξιών ας μας οδηγήσει όμως
και σε άλλες σκέψεις, σε άλλη στάση. Τώρα μπορούμε ίσως να αποτιμήσουμε βαθύτερα
την αξία, ουσιαστική και συμβολική, του στρωμένου τραπεζιού με τα αγαθά του Αβραάμ:
τίποτε δεν είναι αυτονόητο, τίποτε δεν δίδεται δωρεάν. Πόσο το σεβαστήκαμε αυτό το
τραπέζι όταν το βλέπαμε πληθωρικό μπροστά μας; Πόσο το τιμήσαμε και πώς το
μοιραστήκαμε; Τι είδους χαρά αντλήσαμε; Πώς μας βοήθησε να δίνουμε διαρκώς
περιεχόμενο και νόημα στη ζωή μας; Τέτοια.
Ας τα σκεφτούμε, τώρα έστω. Αν σκεφτούμε, τότε ανοίγεται μια πολλαπλή δυνατότητα,
ανακουφιστική, σχεδόν απελευθερωτική: αφενός να κατανοήσουμε την κατάσταση του
στερημένου συνανθρώπου, να συμπονέσουμε και να βοηθήσουμε· όχι απλώςνα ελεήσουμε,
αλλά να διαμορφώσουμε συνθήκες τέτοιες που να μη λείπουν ποτέ τα χρειώδη από κανένα
τραπέζι. Αφετέρου να μετρήσουμε τις ανάγκες μας με άλλο μέτρο: Πόσα πράγματι
χρειαζόμαστε για να χορτάσουμε και να χαρούμε; Η πλησμονή, ο πληθωρισμός,
η απληστία οδηγούν στη χαρά ή αντιθέτως στην ανηδονία και την ύβρη;
Τέλος, να υπερβούμε την ενοχή, που καθηλώνει και μουδιάζει καιαδρανοποιεί, εφόσον
συνθέσουμε τα προειρηθέντα: το τραπέζι της Κυριακής και το τραπέζι το καθημερινό
εξακολουθούν να είναι πεδία συνεύρεσης και κοινωνίας, ικανοποίησης υλικών αναγκών,
αλλά και πηγή ψυχικής χαράς και πεδίο πολιτισμού.
Σε κάθε ιστορική περίοδο, και την πιο ζοφερή, σε κάθε στιγμή του βίου, και την πιο δυσχερή
και πικρή, οι άνθρωποι σμίγουν γύρω από ένα τραπέζι, για νεκρόδειπνο και γαμήλιο γεύμα,
για κολατσιό δουλειάς και δείπνο συμφιλίωσης, για απόδειπνο στοχαστικό.
Με ένα πιάτο φακές, με δυο ελιές κι ένα τσούγκρισμα που ξορκίζει και εγκαρδιώνει.
Το τραπέζι είναι δικαίωμα οικουμενικό και διαρκές.
Η ένδεια ας μας φρονηματίσει, αλλά ας μη μας κάνει ζαρωμένα ανθρωπάκια.
πηγή Γαστρονόμος
τεύχος Φεβρουάριος 2013
Ὁμιλία εἰς τὴν Κυριακὴν τοῦ Ἀσώτου Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
Ὁμιλία εἰς τὴν Κυριακὴν τοῦ Ἀσώτου Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
Ἰδού εὐαγγέλιο πού ἀφορᾶ στό νοῦ καί τό σῶμα τοῦ καθενός μας. Εἶναι τό εὐαγγέλιο τῆς εὐσπλαχνίας.
Εἶναι ἡ θαυμαστή παραβολή τοῦ Σωτῆρος, στήν ὁποία ἀπεικονίζεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Ἡ δική μου,
ἡ δική σου, τοῦ καθενός ἀνθρωπίνου ὄντος ἐπάνω στήν γῆ. Ὅλους τούς ἀφορᾶ τό σημερινό ἅγιο Εὐαγγέλιο.
Ὅλους.
Ὁ ἄνθρωπος! Αὐτός ὁ θεϊκός πλοῦτος ἐπάνω στήν γῆ! Κύτταξε τό σῶμα του, τό μάτι, τό αὐτί, τήν γλώσσα.
Τί θαυμαστός πλοῦτος. Τό μάτι! Ὑπάρχει τίποτε πιό τέλειο πού νά ἠμπορῇ ὁ ἄνθρωπος νά ἐπινοήσῃ σ’ αὐτόν
τόν κόσμο; Κι ὅμως, τό μάτι αὐτό τό ἐδημιούργησε ὁ Κύριος, ὅπως καί τήν ψυχή καί τό σῶμα. Ἡ ψυχή μάλιστα
εἶναι ὁλόκληρη ἐξ οὐρανοῦ. Ὁποῖος πλοῦτος! Τό σῶμα! Θαυμαστός θεῖος πλοῦτος πού σοῦ δόθηκε γιά τήν
αἰωνιότητα καί ὄχι μόνο γιά τήν πρόσκαιρη αὐτή γήινη ζωή. Καί ψυχή δοσμένη γιά τήν αἰωνιότητα.
Ἀκούσατε τί εὐαγγελίζεται ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος σήμερα. «Τό δέ σῶμα τῷ Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. 6, 13).
Ὁ Κύριος ἔπλασε τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά τήν αἰώνια ζωή, γιά τήν ἀθανασία, γιά τήν καθαρότητα. Τό ἔπλασε γιά
τήν αἰώνια ἀλήθεια, γιά τήν αἰώνια δικαιοσύνη καί γιά τήν αἰώνια ἀγάπη: ὅπως τό σῶμα, ἔτσι καί τήν ψυχή.
Ὅλα αὐτά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἀνεκδιήγητα καί μεγάλα καί πλούσια, καί –τό πιό σπουδαῖο– ἀθάνατα καί αἰώνια
δῶρα τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἄνθρωποι τί κάνομε μ’ ὅλα αὐτά τά δῶρα; Τί οἰκοδομοῦμε μέ αὐτά; Παραδίδουμε τό σῶμα
στίς ἡδονές καί στά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί τήν ψυχή στούς ἀκαθάρτους λογισμούς, τίς ἀκάθαρτες ἐπιθυμίες,
τίς ἀκάθαρτες ἡδονές. Διά τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Θεό, φεύγουν ἀπό τό Θεό,
φεύγουν «εἰς χώραν μακράν». Τίνος εἶναι αὐτή ἡ «μακρυνή χώρα;»
Ἀκούσατε ποῦ ὁ ἄσωτος υἱός βόσκει χοίρους. Στήν χώρα τοῦ διαβόλου. Στήν χώρα, ὅπου ὁ διάβολος ἔχει ἐξουσία
πάνω στόν ἄνθρωπο διά τῶν παθῶν, διά τῶν ἁμαρτιῶν, καί τόν κρατάει σέ φρικτή τρέλλα, στόν παραλογισμό
καί τήν παραφροσύνη.
Λοιπόν, ἡ ἁμαρτία; Κάθε ἁμαρτία εἶναι τρέλλα. Καί ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι πάντα μέσα σ’ αὐτή τήν τρέλλα,
μέχρις ὅτου συναντηθῆ μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Καί θά συναντηθῇ μέ τήν μετάνοια.
Ἀκούσατε πῶς ὁ ἄσωτος υἱός, αἰσθανόμενος τί σημαίνει ζωή μέσα στήν ἁμαρτία, ζωή μέσα στίς ἡδονές καί
τά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγώ δέ λιμῷ ἀπόλλυμαι»
σέ ξένη καί μακρυνή χώρα. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου». Σηκώθηκε καί πῆγε πρός τόν πατέρα.
Καί ὁ οὐράνιος Πατήρ, ὁ Θεός καί Ἐλεήμων Κύριος, «ἔτι αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν καὶ ἐσπλαγχνίσθη
καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν», ἐνῶ συγχρόνως ὁ υἱός μέ λυγμούς
ἔλεγε: «πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Ἁμάρτησα στόν οὐρανό
καί σ’ ὅλα τά ἀστέρια. Ὅλα τά ἐμόλυνα μέ τό πύον τῶν παθῶν μου, καί μέ τό σκοτάδι τῶν παθῶν μου τά ἠμαύρωσαὅλα.
«Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου»! Φεύγοντας ἀπό σένα, σέ ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σέ ποιόν ἤμουν;
Τίνος χοίρους ἐγώ ἔβοσκα; Τοῦ διαβόλου! Ἐγώ διαβολοποίησα τήν ψυχή μου, τήν ὁποία ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά γίνῃ ἁγία
καί ἀθάνατη. Ἐγώ ἐβρώμισα τό σῶμα, ἐθανάτωσα τό σῶμα, ἐξαθλίωσα τό σῶμα!
Ὅταν ὁ ἄσωτος υἱός «ἦλθεν εἰς ἑαυτόν» –ἀφοῦ ἦταν ἐκτός ἐαυτοῦ, στήν τρέλλα, στίς ἡδονές καί στά πάθη
αὐτοῦ τοῦ κόσμου– διά τῆς μετανοίας ἔτρεξε πρός τόν πατέρα. Καί ὁ πατέρας τόν ἀγκαλιάζει καί τόν φιλεῖ.
Δέν εἶχε τελειώσει ἀκόμη ὁ υἱός τήν ἐξομολόγησί του, δέν εἶχε ἐκφράσει ἀκόμη τήν ἐπιθυμία του νά τόν δεχθῇ
ὁ πατέρας του σάν δοῦλο, καί ὁ πατέρας λέγει στούς ὑπηρέτες του: «Φέρετε τήν στολή τήν πρώτη καί ἐνδύσατέ
τον καί δῶστε δακτυλίδι στό χέρι του καί ὑποδήματα στά πόδια του καί ἀφοῦ φέρετε τόν μόσχο τόν σιτευτό,
σφάξτε τον γιά νά φάγωμεν καί εὐφρανθῶμεν».
Γιά πιό λόγο εὐφραίνεται ὁ οὐρανός; Γιά ποιό λόγο ὁ Θεός εὐφραίνεται στόν οὐρανό; Γιά ποιό λόγο εὐφραίνονται
οἱ ἄγγελοι; Σέ ποιόν ὁ Κύριος λέγει νά εὐφρανθῶμεν; Στούς ἀγγέλους!
Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος χάθηκε μέσα στίς ἁμαρτίες, θυμήθηκε ὅτι ἦταν ἀδελφός τῶν ἀγγέλων καί ἔσπευσε πρός
τόν οὐρανό. «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου». Ἁμάρτησα στούς ἀγγέλους, στούς ἀρχαγγέλους.
Ἐγώ ἐδιαβολοποίησα τόν ἑαυτό μου. Ἔρριξα τόν ἑαυτό μου στήν ἀγέλη τῶν χοίρων, στήν ἀγέλη τῶν παθῶν.
Καί νά, τώρα εἶμαι ὅλος ξεσχισμένος, ὅλος κουρελιασμένος. Καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα κουρελιασμένα. Ὅλα ἐξαθλιωμένα.
Λοιπόν, τί εἶναι μετάνοια; Ὁ Κύριος τρέχει νά συναντήσῃ τόν μετανοήσαντα υἱό. Τόν ἀγκαλιάζει καί τόν ἀσπάζεται
καί ὅλος ὁ οὐρανός συγκινεῖται. Ὅλοι οἱ ἄγγελοι εὐφραίνονται. «Καί ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι» ἀναφέρεται στήν
θαυμαστή περικοπή τοῦ Σωτῆρος. Γιά ποιό λόγο χαίρεσθε ἐσεῖς ἅγιοι ἄγγελοι, ἅγιοι ἀρχάγγελοι; Ἐσεῖς, οἱ ὁποῖοι παντοτινά
.πενθῆτε γιά τόν γήινο αὐτό κόσμο βλέποντας τά δικά σας πεσμένα ἀδέλφια, τούς ἀνθρώπους, πῶς πνίγονται μέσα στίς
ἁμαρτίες καί τίς ἡδονές καί τά πάθη καί τούς διαφόρους θανάτους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιατί εὐφραίνεσθε;
«Εὐφραινόμαστε γιά τήν ἀνάστασι, τήν ζωοποίησι τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ μας ἀνθρώπου, ὅτι νεκρός ἦν καί ἀνέζησε».
Νεκρός ἦταν ὁ ἄσωτος υἱός, ὅταν ἦταν μακράν τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τῆς Ζωῆς, μακρυά ἀπό τόν οὐρανό. Ἰδού,
ἀνάστασις ἐκ νεκρῶν φαίνεται [ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου] στά μάτια ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Ὅλες οἱ οὐράνιες
δυνάμεις γι’ αὐτό χαίρονται, «ὅτι ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη». Πράγματι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέσα στίς ἁμαρτίες
καί τά πάθη, χάνει τόν ἑαυτό του, δηλαδή δέν ἔχει αὐτογνωσία, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ.
«Εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών», λέγει ὁ Σωτήρ. Ὁ ἄνθρωπος συνέρχεται, ὅταν σκεφθῇ τίνος εἶναι, δηλ. τοῦ Θεοῦ.
Τό σῶμα σου τίνος εἶναι; Τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή καί αὐτή τοῦ Θεοῦ. Ὅλα δῶρα, δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἐγώ, ποιός εἶμαι σάν
ἄνθρωπος; Τοῦ Θεοῦ, ὅλος τοῦ Θεοῦ! Τό σῶμα μου εἶναι δοξασμένο ἀπό τόν Θεό. Γι’ αὐτό τό ἐδημιούργησε ὁ Θεός,
λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Καί τό σῶμα γιά τόν Κύριο, καί ἡ ψυχή γιά τόν Κύριο.
Δοξάζομε τόν Κύριο καί μέ τό σῶμα καί μέ τήν ψυχή. Τοῦ Θεοῦ εἶναι καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Μή νομίζεις
ὅτι εἶναι τίποτε δικό σου, ὄχι. Ὅλα εἶναι αἰωνίως τοῦ Θεοῦ. Καί σύ εἶσαι αἰωνίως τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τότε μόνο,
ὅταν ἐσύ τό συνειδητοποιῇς.
Λοιπόν ἡ ἁμαρτία; Δέν ἐπιτρέπει ὁ διάβολος στόν ἄνθρωπο νά συναισθανθῇ ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ.
Ὁ διάβολος ἐξουσιάζει μέ τήν καρδιά καί δέν ἀφήνει στόν ἄνθρωπο νά σκεφθῆ τόν Θεό, νά θυμηθῆ,
ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἶναι πλούσιος, ἀνεκδιήγητα πλούσιος. Ὅτι αὐτός εἶναι ἀδελφός τῶν ἁγίων ἀγγέλων.
Ὁ διάβολος ὅλα τά σκοτίζει, ὅλα τά ἀπομακρύνει ἀπό τόν ἄνθρωπο, τά διαστρεβλώνει, καί τοῦ δίνει ψεύτικες
ἡδονές μέσω τῶν ἁμαρτιῶν. Πράγματι ἔχει δίκαιο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει στόν Ἅγιο Ἐπίσκοπο καί μαθητή του,
Ἀπόστολο Τίτο: «ἦμεν γάρ ποτέ καί ἠμεῖς ἀνόητοι» (Τίτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τί λέει ὁ Ἀπόστολος. Πότε Ἅγιε Ἀπόστολε;
Ὑποδουλωμένοι στίς διάφορες ἐπιθυμίες καί στά διάφορα πάθη, τότε εἴμασταν τρελλοί καί ἀνόητοι.
Δέν θέλει ὁ Κύριος διά τῆς βίας νά σέ ἀναστήση ἐκ τῶν θανάτων σου, νά σέ ἁρπάξη ἀπό τήν ἁμαρτία.
Ἐσύ πρέπει πρῶτος νά τό πῆς στόν ἴδιο: «Κύριε, αὐτή ἡ ἁμαρτία μέ βασανίζει. Δέν τήν θέλω, ἔχει ὅμως ἐξουσία
ἐπάνω μου. Ἐλευθέρωσέ με!» Τότε γίνεται θαῦμα. Πάντα. Ποτέ ὁ Κύριος δέν ἀφήνει χωρίς ἀπάντησι τήν προσευχή,
ἔστω καί τοῦ μεγαλυτέρου ἁμαρτωλοῦ. Δέν ὑπάρχει φρικτή ἁμαρτία γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀγρυπνεῖ ἐπάνω στή
δική του συνείδηση, ἐπάνω στή ζωή του. Ξέρει ὁ ἄνθρωπος, ὅτι μετά τήν προσέλευση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ
στόν κόσμο, ὅτι δέν ὑπάρχη ἁμαρτία, ἀπό τήν ὁποία ὁ Κύριος δέν μπορεῖ νά μᾶς ἐλευθερώση. Δέν ὑπάρχει ἁμαρτία,
τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά νικήση, δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά διώξη.
Ὁ Κύριος δίνει τήν δύναμη. Μόνο κάνε τήν ἀρχή. Μόνο ἀναβόησε, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν
οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου». Ὅταν ἁμαρτάνης, ἁμαρτάνης ὄχι μόνο στόν Θεό, ἀλλά σ’ ὅλα τά οὐράνια κτίσματα,
σ’ ὅλα τά ἐπίγεια κτίσματα. Ἁμαρτάνεις στά πουλιά, ἁμαρτάνης στά λουλούδια, τά δένδρα. Ἁμαρτάνεις
σ’ ὅλα τά ζωντανά ὄντα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι πραγματικά φοβερή, ἄνευ τῆς μετανοίας. Τόσο φοβερή, ὥστε νά σκοτώνη
καί νά ρίχνη σ’ ἑκατό θανάτους. Νά ρίχνη στήν ἀγκαλιά τοῦ διαβόλου καί στήν αἰώνια φρικωδεστάτη κόλαση.
Χωρίς ἀμφιβολία. Γι’ αὐτό ὁ Θεός ἦλθε σ’ αὐτόν τόν κόσμο. Νά ἐξολοθρεύση τόν φοβερό δράκοντα,
ὁ ὁποῖος λέγεται ἁμαρτία. Ἦλθε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός καί μᾶς ἔδωσε ὅλα τά μέσα νά
ἐξολοθρεύσομε τήν ἁμαρτία, τήν κάθε ἁμαρτία. Ἐδημιούργησε τήν Ἐκκλησία Του ἐπάνω στή γῆ καί τῆς ἔδωσε
ὅλες τίς οὐράνιες δυνάμεις, γιά νά νικᾶμε καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλους τους θανάτους μέσα μας
καί γύρω μας.
Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τά θαυμαστά Ἅγια Μυστήρια. Τό ἅγιο Βάπτισμα, τή Θεία Κοινωνία, τά ὁποῖα ἐξολοθρεύουν
τήν ἁμαρτία. Μᾶς ἔδωσε καί τίς θαυμάσιες ἀρετές, πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία,
πραότητα καί ὅλες τίς ὑπόλοιπες εὐαγγελικές ἀρετές. Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει ἀπόγνωση στόν Χριστιανό ἄνθρωπο
σ’ αὐτόν τόν κόσμο.
Ἅς ξυπνήση ὁ Ἀγαθός Θεός ὅλους τους ἀθέους, ὅλους τους ἀπίστους. Ἅς κτυπήση τόν καθένα μέ τόν κεραυνό
τοῦ Οὐρανίου Ἐλέους. Μέ τόν κεραυνό τοῦ Οὐρανίου Ἐλέους μέσα στή συνείδηση, μέσα στή ψυχή.
Ἅς ξυπνήση ὁ καθένας καί πορευθῆ στήν οὐράνια πατρίδα του, στήν οὐράνια τράπεζα ἀνάμεσα στούς ἁγίους
ἀδελφούς του, τούς ἀγγέλους. Ἅς ζήση ἐκεῖ μαζί τους διά τῆς αἰωνίας Θείας Ἀληθείας, αἰωνίας Θείας Διακαιοσύνης
καί ὅλων τῶν αἰωνίων οὐρανίων χαρῶν.
Κύριε, Σ’ εὐχαριστοῦμε γιά τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο αὐτό. Σ’ εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἀγαθή εἴδηση αὐτή.
Γιατί δημιούργησες τόν ἄνθρωπο, νά μπορῆ νά νικήση κάθε ἁμαρτία καί κάθε διάβολο.
Σέ Σένα δόξα καί εὐχαριστία, πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή
Πρωτοπρ .Γεώργιος Μεταλληνός & Κωνσταντίνος Χολέβας, Ορθοδοξία και Ελληνισμός
Να είμαστε αισιόδοξοι ότι και αν συμβαίνει
Μόνος τα Χριστούγεννα
π. Ανδρέας Κονάνος – Αθέατα Περάσματα – 2006
Πρός τά «ὀργισμένα νιάτα»
Η προσήλωση στο ατομικό και η αδιαφορία για το κοινό συμφέρον απεργάζεται την παρακμή των κρατών
Η προσήλωση στο ατομικό και η αδιαφορία για το κοινό συμφέρον απεργάζεται την παρακμή των κρατών
Μαθήματα Εκθέσεων
«Τῆς ἀρετῆς, εἰ μέλεις πόλις εἶναι, οὐδένα δεῖ ἰδιωτεύειν»
(ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ)
«Από τη στιγμή που θαπει κανείς, προκειμένου για τις υποθέσεις του κράτους, «Tιμ’ ενδιαφέρει;», μπορούμε να υπολογίζουμε ότι έχει γίνει το πρώτο βήμα για την παρακμή τον κράτους αυτού». Η φράση αυτή του Ζ.Ζ.Ρουσσώ φρονούμε ότι αποτελεί την καλύτερη αφετηρία για την ανάπτυξη των ιδεών μας σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα.
Κατά τον Αριστοτέλη, «ὅταν τό πλῆθος πρός τό κοινόν πολιτεύηται συμφέρον, πολιτεία καλεῖται». Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, για να έχει κάποιος δικαίωμα να φέρει τον τίτλο του πολίτη και να λογίζεται οργανικό μέλος μιας κοινωνίας, πρέπει τα ενδιαφέροντά του να μην στρέφονται αποκλειστικά γύρω από το ατομικό του συμφέρον, αλλά να επεκτείνονται ευρύτερα μέσα στον κύκλο της ολότητας. Όσοι κατά την αρχαιότητα έδειχναν αδιαφορία για τα κοινά και αποκλειστική μεριμνά τους ήταν η προαγωγή του ατομικού μόνο συμφέροντος ονομάζονταν «ἰδιῶτες». Ο όρος αυτός προσέλαβε σταδιακά ονειδιστική σημασία και τελικά ξέπεσε στην έννοια του απαίδευτου και του ανόητου, σημασίες που με την ίδια λέξη βρίσκουμε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Έκφραση της περιφρόνησης, που αισθάνονταν οι Έλληνες για τους μη ασχολούμενους με τα κοινά, είναι και η περίφημη φράση του Περικλή: «Τόν μηδέν τούτων μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ’ ἀχρεῖον νομίζομεν» (=Δεν θεωρούμε φιλήσυχο αλλ’ άχρηστο αυτόν που δεν ασχολείται με τα κοινά).
Είναι, λοιπόν, άχρηστος κ’ επικίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο όποιος αδιαφορεί για την προαγωγή του κοινωνικού συμφέροντος και στερεί από αυτό τη δημιουργική του παρουσία. Καθότι μια οργανωμένη κοινωνία, για να λειτουργεί καλά, πρέπει να στηρίζεται σ’ ένα σύνολο αρχών. Η θεμελιωδέστερη αρχή είναι αυτή που ορίζει την ενεργό πάντων συμμετοχή στα κοινά όχι σαν δικαίωμα αλλά σαν υποχρέωση. Το κοινωνικό συμφέρον είναι μια συνισταμένη με συνιστώσες τις επιμέρους των πολιτών προσφορές. Αν ο πολίτης δεν μεριμνά για το κοινωνικό σύνολο και αρνείται την προσφορά του, τότε η συνισταμένη της κοινωνικής προόδου εξασθενεί και αποδυναμώνεται.
Η κοινωνία είναι ένας πολυκύτταρος οργανισμός και κάθε μέλος της είναι ένα ειδικευμένο κύτταρο. Άτομα, που ασχολούνται μόνο με τ’ ατομικά τους ζητήματα, μοιάζουν με τα υπερτροφικά εκείνα κύτταρα, που διογκώνονται συνεχώς και μεταβάλλονται σε καρκινώματα του οργανισμού. Ο ατομικισμός είναι καρκίνωμα για το κοινωνικό σύνολο και γι’αυτό, προκειμένου μια πολιτεία να ευδοκιμήσει, πρέπει όλοι οι άξιοι πολίτες της να θεωρούν σαν υπόθεσή τους προσωπική τις υποθέσεις του συνόλου.
Οι αρχαίοι είχαν τόσο πολύ εξαρτήσει τη σωτηρία και την ευδαιμονία των πόλεων από την ενεργό συμμετοχή όλων στα κοινά, ώστε ο Σόλωνας ψήφισε νόμο που όριζε: «Ἄτιμον εἶναι τόν ἐν στάσει τόν δῆμον μηδετέρας μερίδος γενόμενον», δηλαδή να αφαιρούνται τα πολιτικά δικαιώματα από εκείνον, που σε περίπτωση εμφύλιας διαμάχης δεν συντάσσεται με τη μια ή την άλλη παράταξη. Αυτό βέβαια το έκανε ο σοφός νομοθέτης, για να υποχρεώσει τους άριστους πολίτες σε στιγμές πολιτικής οξύτητας να συνταχθούν σ’ ενιαίο μέτωπο για την ανάσχεση των φαύλων. Γιατί, όταν οι άριστοι στο ήθος και στο πνεύμα πολίτες αδιαφορούν για τα κοινά και, λόγω αδιαφορίας ή πικρίας, ιδιωτεύουν, τότε παρέχεται η δυνατότητα στους φαύλους να κυριαρχούν μέσα στον κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Για το λόγο αυτό είναι συμφέρον όλων μας η εξυγίανση των πολιτικών και κοινωνικών ηθών με την ενεργό συμμετοχή των αρίστων στα κοινά.
Οσάκις οι άνθρωποι επιδιώκανε την προαγωγή του ατομικού τους συμφέροντος μεσ’ από την προαγωγή του κοινωνικού, οι πολιτείες ακμάζανε. Αντίθετα η ατομική υπερτροφία τις οδήγησε στο μαρασμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παρακμή των αρχαίων ελληνικών πόλεων, που άρχισε τον Δ’ π.Χ. αιώνα. Αυτή οφείλεται στην αλλαγή της νοοτροπίας και της ψυχολογίας του Έλληνα. Ο Έλληνας του Ε’ αιώνα ήταν πολίτης, ενώ ο Έλληνας του Δ’ αιώνα ήταν ιδιώτης. Ακόμη η Σπάρτη, εφόσον ίσχυε σ’ αυτή η καθιερωμένη από τη Λυκούργεια νομοθεσία «πενία», που ανάγκαζε τους πολίτες ν΄ ασχολούνται μόνο με τα κοινά, δέσποζε σ’ όλες τις ελληνικές πόλεις. Αφότου, όμως, όπως λέει ο Πλούταρχος, εισέδυσε στην πόλη «ἀργύρου καί χρυσοῦ ζῆλος» και οι πολίτες ενδιαφέρονταν μόνο για την ατομική του ισχύ και πλουτισμό, η Σπάρτη έγινε σκιά του παλαιού εαυτού της και τρεφόταν με τις παραδόσεις της.
Μολονότι αυτά είναι σ’ όλους γνωστά, εντούτοις υπάρχουν πολλοί, που, κρίνοντας λαθεμένα τα πράγματα, υποστηρίζουν ότι το ατομικό συμφέρον δεν ταυτίζεται με το κοινωνικό. Η κοινωνική πρόοδος, λένε, έχει μηδαμινή ανάκλαση πάνω στην ατομική. Συχνά μάλιστα το κοινωνικό συμφέρον παραβλάπτει το ατομικό. Το σύνολο εξουθενώνει το άτομο και η πολιτεία τον πολίτη. Η άποψη αυτή είναι αστήριχτη, γιατί το ν’ αντιπαραθέτει κανείς τον πολίτη προς την πόλη είναι τόσο παράλογο, όσο και το ν’ αντιπαραθέτει το αυγό προς την όρνιθα.
Άλλοι πάλι, υπηρετώντας έναν ευτελή ευδαιμονισμό, θεωρούν σαν κέντρο του κόσμου τον εαυτό τους. Αδιαφορούν για τα γενικότερα προβλήματα της ζωής και αρνούνται την προσφορά υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο. Βλέπουν με περιφρόνηση την κοινωνική και πολιτική δράση και βαυκαλίζονται με το ν’ αυτοαποκαλούνται «απολιτικοί». Λησμονούν όμως ότι ο άνθρωπος, όπως είπε ο Αριστοτέλης, είναι «ζῶον πολιτικόν» και συνεπώς, αν χάσουν την ιδιότητα του «πολιτικού», δεν τους απομένει παρά η ιδιότητα του ζώου. Η βιοθεωρία τους συμπυκνώνεται στο δόγμα «ο κόσμος να χαθεί, αρκεί να σωθώ εγώ». Περιττό να τονιστεί ότι, όταν το όλο χάνεται είναι αδύνατο να μην χαθεί και το μέρος. «Ἀναιρουμένου τοῦ ὅλου οὐκ ἔσται ποῦς οὐδέ χεῖρες», παρατηρεί ο Αριστοτέλης.
Φρονούμε ότι η συνείδηση του ανθρώπου, για να εναρμονίζεται με μια γενικότερη ανθρωπιστική διάθεση, πρέπει ν’ αντιδρά στα κελεύσματα του ατομικισμού. Οι άνθρωποι στο παρελθόν μπορεί να έζησαν σαν νομάδες αλλά ποτέ σαν μονάδες. Είμαστε άνθρωποι, όταν γινόμαστε συνάνθρωποι. Όταν τίποτε από τ’ ανθρώπινα δεν θεωρούμε ξένο προς εμάς.
Για τους εθελοτυφλούντες, που νομίζουν ότι ο κόσμος τελειώνει στην εξώπορτα του σπιτιού τους, ίσως καλύτερη απάντηση vu μην υπάρχει από τους στίχους του Τζων Ντόουν: «Κάθε ανθρώπου ο θάνατος είναι και δικός σου θάνατος· γι’ αυτόμηστέλνεις ποτένα ρωτήσεις, για ποιον χτυπά η καμπάνα· χτυπάει για σένα».