Skip to content

«Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον,και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;»

 

Οι παλιοί χρησιμοποιούσαν συχνά μία φράση του Ευαγγελίου η οποία λέει πολλά για την ματαιότητα της ζωής, του πλούτου, της δόξας, για το τι είναι ουσιώδες και αυθεντικό: «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;» (Μάρκ. 8,36). «Τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο και χάσει την ψυχή του;»

Καίριο το ερώτημα και σε μία εποχή όπως η δική μας στην οποία η έννοια της ψυχής είναι εντελώς εγκεφαλική και διανοητική, εγκλωβίζεται στα συναισθήματά μας και κατά την γνώμη πολλών πεθαίνει μαζί με το σώμα. Η ψυχή είναι μία από τις δύο εκφράσεις της ύπαρξης, του προσώπου του καθενός ανθρώπου όπως μας δημιούργησε ο Θεός. Η άλλη είναι το σώμα.

Η παράδοση της Εκκλησίας μας αναφέρει ότι το σώμα πεθαίνει. Η ψυχή όμως ως το πνεύμα του ανθρώπου, ως το σημείο της ζώσας ύπαρξης δεν πεθαίνει, αλλά προσδοκά την ανάσταση των νεκρών. Εισέρχεται στην διάσταση της κοινωνίας με τον Θεό με έναν τρόπο που δεν μπορούμε να τον περιγράψουμε, αλλά εμπιστευόμαστε τον Χριστό ως φως και δόξα για να τον ζήσουμε, αλλά και αποδεχόμαστε ως σημείο του την χάρη που αναβλύζει από τα λείψανα των αγίων μας, είτε όταν είναι ακέραια, είτε όταν θαυματουργούν, είτε όταν μυροβλύζουν, είτε όταν αισθάνεται κανείς πως από κάποια άλλη πραγματικότητα μπορούν να μας δώσουν δύναμη, νόημα και φως. Και η ψυχή σώζεται αυθεντικά και προγεύεται την κοινωνία με τον Θεό όταν αγαπά, όταν σηκώνει σταυρούς χωρίς να αγανακτεί, όταν παραδίδεται στο θέλημα του Θεού.

πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Τότε, εξερχόμενη του σώματος, μπορεί να αναγνωρίσει τον Θεό, διότι έχει μιμηθεί τον Χριστό στην ζωή της, αναλαμβάνοντας με την σειρά της μαζί με το σώμα, δηλαδή ως σύνολη ύπαρξη, να σηκώσει τον σταυρό της., είτε αυτός έχει να κάνει με τον εαυτό μας και τις αγωνίες του είτε με τους άλλους, τις σχέσεις μας, το εγώ μας που συγκρούεται με τον πλησίον, με το πνεύμα της εξουσίας, με τα πάθη τόσο τα προσωπικά όσο και των άλλων ανθρώπων, με τον διάβολο και τα τεχνάσματα που μηχανεύεται για να μας απομακρύνει από τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον Θεό. Αλλά και τους άλλους σταυρούς, του πόνου, της αρρώστιας, του θανάτου, της αποτυχίας, της ήττας. Η ύπαρξη που καρτερικά αναδέχεται ό,τι επιτρέπει ο Θεός να συμβεί στην ζωή, βρίσκει και βιώνει τα κλειδιά της Βασιλείας.

Το ερώτημα όμως του Χριστού είναι καίριο, διότι περιγράφει τρία χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, τα οποία δεν μας επιτρέπουν εύκολα να σηκώσουμε τον σταυρό μας με υπομονή, συγχωρητικότητα, αγάπη ακόμη και γι’ αυτούς που μας ταλαιπωρούν, αλλά και με εμπιστοσύνη προς τον Θεό.

  Το πρώτο είναι η επιθυμία του ανθρώπου για κέρδος. Οι πράξεις μας αποσκοπούν στο να πετύχουμε, να απολαύσουμε, να επικρατήσουμε εις βάρος των άλλων, να χρησιμοποιήσουμε τους άλλους. Και όχι μόνο αυτό. Να συσσωρεύσουμε κέρδη, διότι με τον τρόπο αυτό πιστεύουμε ότι ελέγχουμε την ζωή μας από μόνοι. μας. Το κέρδος, όταν δεν περιορίζεται στο να μπορεί ο άνθρωπος να ζει αξιοπρεπώς, αλλά αποσκοπεί στην επίδειξη δύναμης, στην απόλαυση των αγαθών του κόσμου, στο έλεγχο επάνω στην ζωή, καθιστά τον άνθρωπο έναν μικρό θεό. Και είναι ελεύθερη η επιλογή μας να επιδιώκουμε το κέρδος σε ό,τι κάνουμε. Όμως αυτός ο δρόμος είναι στηριγμένος σε δύο απουσίες. Η μία είναι αυτή του φόβου του θανάτου, της έγνοιας ότι κάποια στιγμή το τέλος θα έρθει και επομένως ό,τι κι αν συγκεντρώσουμε από κέρδη στην ουσία θα μείνει εδώ. Η δεύτερη έχει να κάνει με την έλλειψη ενδιαφέροντος για την αιωνιότητα ή την απιστία σ’ αυτήν. Ο άνθρωπος, έχοντας προσανατολίσει τον εαυτό του στο παρόν, δεν σκέφτεται ότι υπάρχει και η μεταθανάτια ζωή και ό,τι κερδίζει εδώ, δεν έχει νόημα στο επέκεινα, πλην της αγάπης.

  Το δεύτερο είναι ο κόσμος. Αν για κάτι μας φαίνεται ακατανόητος ο σταυρός είναι διότι όποιος τον σηκώνει, στην ουσία εγκαταλείπει την εξάρτηση από τον κόσμο και την προσκόλληση σ’ αυτόν. Σηκώνω τον σταυρό μου σημαίνει ότι έχω αναγκαστεί ή ότι έχω αποφασίσει να μην είναι ο κόσμος το κριτήριό μου, αλλά μία νέα πορεία του εαυτού μου. Όποιος σηκώνει σταυρό νιώθει την φθαρτότητά του. Δεν βλέπει πώς περνά ο κόσμος, ποιο είναι το ήθος του, τι ζητάνε οι άνθρωποι για να είναι ευτυχισμένοι, ποιο τίμημα είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν, αλλά βλέπει ότι παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου και ο ίδιος έχει μιαν άλλη αποστολή. Να αντέξει, με την βοήθεια του Θεού, του πλησίον, του αγώνα του, της ελπίδας του. Μιλάμε για μιαν άλλη πορεία ζωής. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι δεν αγαπούμε τους σταυρούς μας, αλλά θέλουμε να φύγουν από πάνω μας. Διότι δεν μας επιτρέπουν να ζούμε την κοσμικότητα, δηλαδή την ζωή χωρίς Θεό η οποία μας δημιουργεί την αίσθηση ότι απολαμβάνοντας τους κοσμικούς τρόπους και πειρασμούς μπορούμε να περάσουμε καλά στην ζωή μας. Ταυτίζουμε τον σταυρό με την λύπη, ενώ όποιος πιστεύει ξέρει ότι μέσα από τις δυσκολίες γεννιόμαστε άνωθεν, συναντούμε τον Θεό, διαπιστώνοντας τα όριά μας.

  Το τρίτο είναι η έννοια του «όλου». Οι άνθρωποι είμαστε πλεονέκτες. Τα θέλουμε όλα δικά μας. Δεν μας αρκεί ο κόσμος, ένα τμήμα του. Θέλουμε όλο τον κόσμο για μας. Θέλουμε όλη την ευτυχία. Όλη την απόλαυση. Όλη την εξουσία. Και γι’ αυτό μέσα μας μεμψιμοιρούμε. Εύκολα γκρινιάζουμε για το παραμικρό. Δεν ικανοποιούμαστε, ό,τι κι αν έχουμε. Και γι’ αυτό ο κάθε σταυρός μας δείχνει ότι όχι μόνο δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα, αλλά θα μας λείψουν και αυτά που θεωρούμε δεδομένα, ό,τι μας ανήκει. Αν όμως αυτή η έλλειψη γίνει αφορμή εμπιστοσύνης στον Θεό, άσκησης και υπομονής, και την ίδια στιγμή δυνατότητας να δούμε τα ουσιώδη, τι πραγματικά χρειαζόμαστε, τότε ο όποιος σταυρός θα μας βοηθήσει να κερδίσουμε, αφού χάσουμε. Να δοξάσουμε τον Θεό για ό,τι επιτρέπει να μας συμβεί και να μπορούμε να χαιρόμαστε ακόμη και το λίγο.
  Όποιος επιθυμεί να κερδίσει όλο τον κόσμο, κινδυνεύει να ζημιωθεί σε ό,τι αφορά στην ψυχή του, σε ό,τι αφορά δηλαδή στην οδό της αιωνιότητας. Η αυθεντική ζωή, η οδός της αιωνιότητας περνά από τον Σταυρό. Ανεβαίνοντας επάνω του ο Χριστός μας δείχνει ποιος είναι αληθινά ο άνθρωπος, ποιος ο κόσμος και ποιο το νόημα της ζωής. Όταν μας κυβερνά το συμφέρον και όχι η αγάπη, τότε και κακοί γινόμαστε και το κακό θριαμβεύει. Όταν κριτήριό μας είναι ο κόσμος, τότε μας ενδιαφέρει η απόλαυση, η ανέμελη ζωή, η οικείωση των κοσμικών τρόπων, χωρίς όμως Θεό, δηλαδή χωρίς ελπίδα αιωνιότητας.

 Τέλος, όταν τα πάντα λειτουργούν στην ζωή με κριτήριο την πλεονεξία, την απολυτότητα, την απουσία μέτρου, όλες οι δυσκολίες μας φαίνονται βουνό. Και είναι βέβαιο ότι θα χάσουμε, θα ζημιωθούμε ψυχικά. Διότι δεν θα είμαστε σε θέση να εμπιστευτούμε Αυτόν που μας αγαπά, ανέβηκε πρώτος στον σταυρό για μας και τελικά μας δίνει δύναμη να αντέξουμε τις μικρές ή τις μεγάλες δυσκολίες της ζωής.

 Στην μέση της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, στο μέσον των ναών, η Εκκλησία βάζει τον Τίμιο Σταυρό. προσκυνώντας τον να μπορέσουμε να θυμηθούμε ότι η αξία της ζωής βρίσκεται στην αγάπη. Στην εμπιστοσύνη στον Θεό και την ελπίδα της αιωνιότητας, αλλά και στην επίγνωση των ορίων μας. Στο λίγο που γίνεται πολύ με την παρουσία του Θεού, αρκεί να ξεκινά από το μέτρο της αναζήτησης της σχέσης μαζί Του στην Εκκλησία. Τότε ο Σταυρός γίνεται συνέχεια μία καινούργια αρχή, αγάπης και ανακαίνισης. Και αλλάζει ο κόσμος μας!

πηγή

Section 1
Section 2
Section 3