«Πότε σὲ εἴδαμε…;»Ἴδιες οἱ λέξεις στὰ χείλη τῶν ἀγαθῶν,ἴδιες καὶ σ’ αὐτὲς τῶν πονηρῶν, στῆς Κρίσεως τὴν Παραβολή.Ἴδιες λέξεις, μὰ ἄλλο νόημα.
Γιατὶ οἱ πρώτοι μὲ τοῦτα τὰ λόγια καταθέτουν λαχτάρα συνάντησης μὲ τὸ Θεό,
ποὺ ξέρουν πὼς τοὺς ἀγαπᾶ.
Γιατὶ οἱ δεύτεροι μὲ τοῦτη τὴν ἀπορία δηλώνουν ἀποστροφὴ στὸ ἐνδεχόμενο
ἑνὸς συναπαντήματος μὲ τὸ Θεό, ποὺ φοβοῦνται πὼς τοὺς κρίνει.
Ἐκείνη ἡ λαχτάρα ὁδήγησε τοὺς μὲν σὲ μιὰ ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ,
ἀνάμεσα στοὺς ἀναγκεμένους ἀδελφούς, στοὺς πεινασμένους, στοὺς διψασμένους,
στοὺς γυμνοὺς.
Ἐκείνη ἡ ἀποστροφὴ ἀνάγκασε τοὺς δὲ νὰ κρυφτοῦν ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, προσθέτοντας ἀδικία στὴ χρεία τῶν πονεμένων ἀδελφῶν, τῶν ξένων, τῶν φυλακισμένων, τῶν ἀσθενῶν.
Ἄλλα λοιπὸν τὰ νοήματα, μὰ ἴδια ἡ ἔκπληξη.
Ἐκπλήσσονται οἱ εὐλογημένοι, ποὺ δὲν πίστεψαν ποτὲ στὸν ἑαυτό τους
καὶ στὸ ἠθικό τους πλεονέκτημα, καταφάσκοντας στὸν τρόπο τῆς ταπείνωσης.
Ἐκπλήσσονται κι οἱ καταραμένοι, ποὺ δὲν ἔκριναν ποτὲ τὸν ἑαυτό τους
καὶ τὶς ναρκισσιστικές τους ἐπιλογές, ἀκολουθώντας τὸ δρόμο τῆς αὐτοδικαίωσης.
Ἴδια ἡ ἔκπληξη, μὰ διαφορετικὴ ἡ κρίση.
Παράδεισος γιὰ τοὺς μέν, ὡς τῶν προσώπων κοινωνία ἀγαπητική,
ὡς τόπος ποὺ πόθησαν βαθιά.
Κόλαση γιὰ τοὺς δέ, ὡς τῆς μοναξιᾶς βάσανος καυστική, ὡς τὸ τίποτα ποὺ συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα ἐπέλεξαν.
Ἴδιες τελικὰ οἱ λέξεις,μὰ,ἀλήθεια τί κρίμα,παντελῶς διαφορετικὴ ἡ κατάληξη.